βόραγο

βόραγο
(borago). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Είναι φυτό των παραμεσογειακών περιοχών. Στο γένος β. ανήκουν έξι είδη, από τα οποία το β. το φαρμακευτικό είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους ή όχι αγρούς ή κατά μήκος των δρόμων, γνωστό κυρίως με τις ονομασίες μπουράντζα, μπουρατσίνο, βορατσίνο και αρμπέτο. Έχει βλαστό πολύκλαδο, αδρότριχο, τραχύ, ύψους 30-50 εκ., φύλλα ωοειδή, φαρδιά ή λογχοειδή και μυτερά, τραχιά και τριχωτά. Τα άνθη του είναι συμπέταλα, αστεροειδή, κανονικά, με ζωηρό γαλάζιο χρώμα, μελιτογόνα. Ο καρπός κατά την ωρίμανση διασπάται σε τέσσερα μονόσπερμα καρπίδια (κάρυα). Τα νεαρά φύλλα και τα άνθη του τρώγονται ως σαλατικό. Έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, γι’ αυτό και το αφέψημα των νωπών φύλλων του χρησιμοποιείται στη λαϊκή θεραπευτική ως μαλακτικό, εφιδρωτικό και διουρητικό. Από τα υπόλοιπα είδη, που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, αξιοσημείωτο είναι το β. το αραιόφυλλο της αλπικής ζώνης της Κορσικής, που καλλιεργείται για τα ωραία κόκκινα ή μαβιά άνθη του. To βόραγο, φυτό διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα, χρησιμοποιείται ως σαλατικό, ενώ έχει και φαρμακευτικές ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πουράντζα — η, και πουρά(ν)τζι, το, Ν κοινή ονομασία τού φυτού βόραγο το φαρμακευτικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”